φουστάνι

φουστάνι
το / φουστάνιν, ΝΜ
γυναικείο εξωτερικό ένδυμα, φόρεμα
νεοελλ.
συνεκδ. οι γυναίκες, ο γυναικόκοσμος («όλα του τα λεφτά τού τά 'φάγε το φουστάνι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fustagno < αραβ. Fustāt, ονομ. προαστίου τού Καΐρου, όπου υφαινόταν ορισμένο είδος πανιού. Κατά μία άποψη, τη λ. δανείστηκε από την ελλ. η Τουρκική, πρβλ. τουρκ. fistan].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φουστάνι — το (λ. ιταλ.) 1. το γυναικείο ρούχο, το φόρεμα. 2. μτφ., οι γυναίκες γενικά: Kυνηγάει συνέχεια το φουστάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φουστανάκι — το, Ν [φουστάνι] μικρό, κομψό ή φτηνό φουστάνι …   Dictionary of Greek

  • хуста — хустка платок , южн., зап., укр., блр. хуст(к)а – то же, мн. хусти, хусты белье , др. русск. хуста (уже в грам. 1388 г.; см. Срезн. III, 1424), польск. chusta платок, белье (с ХIV в., согласно Брюкнеру). Вост. слав. слова происходят, вероятно, из …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • -άνα — κατάλ. μεγεθυντικών ουσιαστικών της Ν. Ελληνικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η κατάλ. άνα αποσπάστηκε από μεγεθυντικά τών ουσ. σε άνι, πρβλ. πλατάνι πλατάνα, ροκάνι ροκάνα, φουστάνι φουστάνα και χρησιμοποιείται στον σχηματισμό μεγεθυντικών από ουσ., όπως πλέξα ή… …   Dictionary of Greek

  • αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… …   Dictionary of Greek

  • γεροντίστικος — η, ο 1. γεροντικός, γερασμένος 2. αυτός που ταιριάζει σε γέρο ή γριά («γεροντίστικο φουστάνι») …   Dictionary of Greek

  • ενώνω — (AM ἑνῶ, όω) 1. από δύο ή περισσότερα απαρτίζω ένα, συναρμολογώ, συνδέω, συναρμόζω 2. (για στρατεύματα) συντάσσομαι με κάποιον για κάποιο σκοπό («πάντα η νίκη, αν ενωθείτε, πάντα εσάς θ ακολουθεί», Δ. Σολωμός) 3. χημ. παρασκευάζω από δύο ή… …   Dictionary of Greek

  • εσθήτα — η (AM ἐσθής, Α και δωρ. τ. ἐσθάς) ένδυμα, ενδυμασία νεοελλ. (κυρίως) γυναικείο φόρεμα (φουστάνι) αρχ. μσν. 1. (περιλπτ.) τα ενδύματα («ἐσθῆτα ἔσφερον εἴσω») 2. το ένδυμα τού βαπτίσματος αρχ. φρ. α) «χρηστηρία ἐσθής» το ένδυμα τής προφήτιδος β)… …   Dictionary of Greek

  • πρωτόβαλτος — η, ο, Ν [πρωτοβάζω] αυτός που τοποθετείται κάπου για πρώτη φορά ή αυτός που φοριέται για πρώτη φορά («πρωτόβαλτο φουστάνι») …   Dictionary of Greek

  • φουστανέλα — η, Ν 1. λευκή, κοντή, φαρδιά και πολύπτυχη ανδρική φούστα, βασικό εξάρτημα τής εθνικής παραδοσιακής ανδρικής φορεσιάς 2. η φούστα τών ευζώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουστάνι + κατάλ. έλα (πρβλ. πιατ έλα) ή, κατ άλλη άποψη, < ιταλ. fustana, μέσω ενός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”